Entré στα ελληνικά

Μετάφραση: entré, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λήμμα, είσοδος, καταχώρηση, αίθουσα, είσοδο, εισόδου, είσοδο του, την είσοδο
Entré στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • enslig στα ελληνικά - ασυντρόφευτος, μοναχικός, μόνος, μοναχός, απόκοσμος, μονήρης, μοναχική, ...
  • entlediga στα ελληνικά - απολύω, αφαίρεση, αφαιρέστε, αφαιρέσετε, αφαιρέσει, απομακρύνει
  • entusiasm στα ελληνικά - ενθουσιασμός, ενθουσιασμό, τον ενθουσιασμό, ενθουσιασμού, ο ενθουσιασμός
  • envis στα ελληνικά - επίμονος, διαρκής, πεισματάρης, επίμονες, πεισματική, επίμονους, επίμονο
Τυχαίες λέξεις
Entré στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λήμμα, είσοδος, καταχώρηση, αίθουσα, είσοδο, εισόδου, είσοδο του, την είσοδο