Förmögenhet στα ελληνικά
Μετάφραση: förmögenhet, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευτυχία, τύχη, περιουσία, τύχης, την τύχη, περιουσίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- förmån στα ελληνικά - ωφέλεια, πλεονέκτημα, όφελος, επωφελούμαι, επίδομα, προτέρημα, προτιμησιακές, ...
- förmögen στα ελληνικά - πλούσιος, ευκατάστατος, εύπορος, πλούσιες, πλούσιους, πλούσιοι, πλούσιων
- förnedring στα ελληνικά - εξευτελισμός, διασυρμός, ταπείνωση, ταπείνωσης, εξευτελισμό, την ταπείνωση, ταπεινώσεις
- förneka στα ελληνικά - αρνούμαι, αρνηθεί, αμφισβητεί, αρνούνται, αρνείται
Τυχαίες λέξεις
Förmögenhet στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευτυχία, τύχη, περιουσία, τύχης, την τύχη, περιουσίας
Μεταφράσεις: ευτυχία, τύχη, περιουσία, τύχης, την τύχη, περιουσίας