Gemensam στα ελληνικά
Μετάφραση: gemensam, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γόμφος, συνηθισμένος, αμοιβαίος, κοινός, άρθρωση, κοψίδι, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gelé στα ελληνικά - ζελές, ζελέ, πολτός, πολτό, πηκτή, ζελατίνας
- gemen στα ελληνικά - ευτελής, βάθρο, χαμηλός, κόσμημα, πολύτιμος λίθος, Gem, στολίδι, ...
- gemytlig στα ελληνικά - πρόσχαρος, ζεστός, φιλικός, άνετος, άνετο, ζεστό, ζεστή
- genast στα ελληνικά - αμέσως, άμεσα, άμεση, πάραυτα
Τυχαίες λέξεις
Gemensam στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γόμφος, συνηθισμένος, αμοιβαίος, κοινός, άρθρωση, κοψίδι, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
Μεταφράσεις: γόμφος, συνηθισμένος, αμοιβαίος, κοινός, άρθρωση, κοψίδι, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών