Hel στα ελληνικά

Μετάφραση: hel, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύνολο, ακέραιος, ολόκληρος, ποδιά, γενικός, συνολικός, άρτιος, ολικός, ολόκληρο, όλο, σύνολό, ολόκληρο το
Hel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hejda στα ελληνικά - ανάσχεση, σταμάτημα, ανάσχεση της, αναχαίτιση, διακοπή
  • hektar στα ελληνικά - εκτάριο, ha, εκτάρια, χα, εκταρίων
  • helg στα ελληνικά - διακοπές, εορτή, πανήγυρη, σαββατοκύριακο, το Σαββατοκύριακο, Σαββατοκύριακου, του Σαββατοκύριακου
  • helga στα ελληνικά - καθαγιάζω, γειά σου, γειά σας, γειά, αγιάζουσιν, hallow
Τυχαίες λέξεις
Hel στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύνολο, ακέραιος, ολόκληρος, ποδιά, γενικός, συνολικός, άρτιος, ολικός, ολόκληρο, όλο, σύνολό, ολόκληρο το