Hos στα ελληνικά

Μετάφραση: hos, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περασμένος, προς, με, σε, μαζί, από, παρελθόν, στο, στην, στη, στον
Hos στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • horn στα ελληνικά - κόρνα, σάλπιγγα, κέρατο, κέρας, Horn, Χορν
  • horoskop στα ελληνικά - Ωροσκόπια, Ζώδια, Ωροσκοπια, τα ωροσκόπια, ωροσκοπίων
  • hospital στα ελληνικά - μανιακός, νοσοκομείο, Νοσοκομείου, Νοσοκομειακή, Hospital, του νοσοκομείου
  • hosta στα ελληνικά - βήχω, βήχας, βήχα, το βήχα, του βήχα, ο βήχας
Τυχαίες λέξεις
Hos στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περασμένος, προς, με, σε, μαζί, από, παρελθόν, στο, στην, στη, στον