Immunitet στα ελληνικά

Μετάφραση: immunitet, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανοσία, ασυδοσία, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία
Immunitet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ilsken στα ελληνικά - βάρβαρος, οργισμένος, θυμωμένος, άγριος, μαινόμενος, μανιασμένος, θυμωμένοι, ...
  • imma στα ελληνικά - ατμός, ομίχλη, misting, υδρονέφωσης, αποθάμβωσης, εκνέφωση
  • imperium στα ελληνικά - αυτοκρατορία, αυτοκρατορίας, Empire, την αυτοκρατορία
  • impopulär στα ελληνικά - μη δημοφιλής, μη δημοφιλή, αντιλαϊκά, αντιλαϊκή, μη δημοφιλείς
Τυχαίες λέξεις
Immunitet στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανοσία, ασυδοσία, ασυλία, ασυλίας, ανοσίας, την ασυλία