Ασυδοσία στα σουηδικά
Μετάφραση: ασυδοσία, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
immunitet, immuniteten, immunitets, immunitet som
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασυδοσία
ασυδοσία συνώνυμα, ασυδοσία ετυμολογία, ασυδοσία λεξικό, ασυδοσία translate, ελευθερία ασυδοσία, ασυδοσία λεξικό γλώσσας σουηδικά, ασυδοσία στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αστυφύλακας στα σουηδικά - polis, konstapel, Constable, konstapeln, länsman
- αστός στα σουηδικά - townsman, BORGAREN, borgare, stadsbo
- ασυλία στα σουηδικά - asyl, immunitet, immuniteten, immunitets, immunitet som
- ασυμβίβαστος στα σουηδικά - oförenliga, oförenlig, oförenligt, är oförenligt, förenligt
Τυχαίες λέξεις
Ασυδοσία στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: immunitet, immuniteten, immunitets, immunitet som
Μεταφράσεις: immunitet, immuniteten, immunitets, immunitet som