Ingenjör στα ελληνικά

Μετάφραση: ingenjör, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μηχανεύομαι, μηχανικός, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί
Ingenjör στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • införa στα ελληνικά - εργαλείο, συστήνω, εισάγω, όργανο, υλοποιώ, εισαγωγή, εισάγοντας, ...
  • ingen στα ελληνικά - όχι, κανείς, κανένας, αριθ, δεν, καμία, κανένα
  • ingenting στα ελληνικά - τίποτα, τίποτε, τίποτα δεν, δεν, καμία
  • ingrediens στα ελληνικά - συστατικό, συστατικού, συστατικών, ουσία, Ingredient
Τυχαίες λέξεις
Ingenjör στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μηχανεύομαι, μηχανικός, μηχανικού, μηχανικό, μηχανής, μηχανικοί