Inköp στα ελληνικά

Μετάφραση: inköp, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγορά, αγοράζω, αγορών, αγοραστική, προμηθειών, προμήθειας
Inköp στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inhemsk στα ελληνικά - γηγενής, ιθαγενής, οικιακός, κατοικίδιος, ντόπιος, εγχώριων, εγχώριες, ...
  • inkomst στα ελληνικά - απολαβή, εισόδημα, έσοδα, εισοδήματος, Τα έσοδα, Αποτελεσμάτων
  • inköpare στα ελληνικά - αγοραστής, αγοραστές, Οι αγοραστές, Ο αγοραστής, των αγοραστών
  • inledning στα ελληνικά - λήμμα, είσοδος, εισαγωγή, καταχώρηση, καθιέρωση, εισαγωγής, την εισαγωγή, ...
Τυχαίες λέξεις
Inköp στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγορά, αγοράζω, αγορών, αγοραστική, προμηθειών, προμήθειας