Insättning στα ελληνικά
Μετάφραση: insättning, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποθήκη, προσχώνω, ταμείο, ίζημα, επαναθέτω, κατάθεση, κατάθεσης, καταθέσεων, προκαταβολή, των καταθέσεων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inställning στα ελληνικά - στέγαση, ρύθμιση, κατάλυμα, σύνθεση, περιβάλλον, καθορισμό, ρύθμισης
- instämma στα ελληνικά - παραδέχομαι, εισάγω, δέχομαι, αποδέχομαι, αναγνωρίζω, συμφωνώ, συμφωνούν, ...
- intagande στα ελληνικά - ελκυστικός, κατάποση, κατάποσης, την κατάποση, πρόσληψη, τη λήψη
- inte στα ελληνικά - δεν, όχι, μην, μη, που δεν
Τυχαίες λέξεις
Insättning στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποθήκη, προσχώνω, ταμείο, ίζημα, επαναθέτω, κατάθεση, κατάθεσης, καταθέσεων, προκαταβολή, των καταθέσεων
Μεταφράσεις: αποθήκη, προσχώνω, ταμείο, ίζημα, επαναθέτω, κατάθεση, κατάθεσης, καταθέσεων, προκαταβολή, των καταθέσεων