Intilliggande στα ελληνικά

Μετάφραση: intilliggande, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσκείμενος, διπλανός, παρακείμενος, κοντινός, γειτονικά, δίπλα, παρακείμενες, παρακείμενο, παρακείμενα
Intilliggande στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • intet στα ελληνικά - τίποτα, όχι, αριθ, δεν, καμία, κανένα
  • intetsägande στα ελληνικά - ήπιος, ήπιο, μειλίχιο, μειλίχια, ήπια
  • intim στα ελληνικά - στενός, ενδόμυχος, οικείος, οικεία, οικείο, στενή, φιλόξενο
  • intressant στα ελληνικά - ενδιαφέρων, ενδιαφέρον, ενδιαφέρουσα, ενδιαφέροντα, ενδιαφέρουσες
Τυχαίες λέξεις
Intilliggande στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσκείμενος, διπλανός, παρακείμενος, κοντινός, γειτονικά, δίπλα, παρακείμενες, παρακείμενο, παρακείμενα