Känsel στα ελληνικά
Μετάφραση: känsel, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νιώθω, αισθάνομαι, υφή, αισθητήριος, αισθητήρια, αισθητηριακές, αισθητικές, αισθητηριακή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kännbar στα ελληνικά - αξιοσημείωτος, αισθητός, απτός, Tactile, Απτικά, Η απτική, Απτική
- kännedom στα ελληνικά - γνωριμία, γνώσεις, γνώση, επίγνωση, ευαισθητοποίησης, ευαισθητοποίηση, συνειδητοποίηση
- känsla στα ελληνικά - σωφροσύνη, αισθάνομαι, νόημα, αίσθημα, συναίσθημα, αίσθηση, έννοια, ...
- känslig στα ελληνικά - τρυφερός, αλγεινός, ευαίσθητος, μαλακός, ευαίσθητα, ευαίσθητες, ευαίσθητο, ...
Τυχαίες λέξεις
Känsel στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νιώθω, αισθάνομαι, υφή, αισθητήριος, αισθητήρια, αισθητηριακές, αισθητικές, αισθητηριακή
Μεταφράσεις: νιώθω, αισθάνομαι, υφή, αισθητήριος, αισθητήρια, αισθητηριακές, αισθητικές, αισθητηριακή