Kär στα ελληνικά
Μετάφραση: kär, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαπιοκάραβο, καρβοξυλικό, καρβοξυλικού, καρβοξυλικά, καρβοξυλικών, καρβοξυλικόν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kapsel στα ελληνικά - κάψουλα, κάψουλας, καψάκιο, της κάψουλας, κάψα
- kapten στα ελληνικά - καπετάνιος, καπετάνιο, αρχηγός, πλοίαρχος, κυβερνήτης
- karakterisera στα ελληνικά - χαρακτηρισμού, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστικές, γνωρίσματα, χαρακτηρίζον
- karaktär στα ελληνικά - ποιότητα, χαρακτήρας, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα, το χαρακτήρα
Τυχαίες λέξεις
Kär στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαπιοκάραβο, καρβοξυλικό, καρβοξυλικού, καρβοξυλικά, καρβοξυλικών, καρβοξυλικόν
Μεταφράσεις: σαπιοκάραβο, καρβοξυλικό, καρβοξυλικού, καρβοξυλικά, καρβοξυλικών, καρβοξυλικόν