Kök στα ελληνικά

Μετάφραση: kök, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουζίνα, κουζίνες, κουζίνας, κουζινών, μαγειρεία
Kök στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kår στα ελληνικά - σώμα, Σώματος, Corps, του Σώματος, Σωμάτων
  • kö στα ελληνικά - σύνθημα, στέκα, Cue, λευκή, σύνθημά
  • köld στα ελληνικά - καταψύχω, παχνιάζομαι, πάχνη, κρουσταλλιάζω, παγώνω, παγωνιά, παγετός, ...
  • kön στα ελληνικά - φύλο, σεξ, έρωτας, φύλου, το φύλο, σεξουαλική
Τυχαίες λέξεις
Kök στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουζίνα, κουζίνες, κουζίνας, κουζινών, μαγειρεία