Klen στα ελληνικά
Μετάφραση: klen, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αδύναμος, ανίσχυρος, ασθενικός, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής
Μεταφράσεις
- klass στα ελληνικά - βαθμολογώ, υπάγω, κλάση, τάξη, κατηγορία, κατηγορίας, τάξης
- klausul στα ελληνικά - ρήτρα, ρήτρας, Η ρήτρα, τη ρήτρα, της ρήτρας
- klenod στα ελληνικά - κόσμημα, οικογενειακό κειμήλιο, κειμήλιο, οικογενειακών κειμηλίων, κειμήλια, heirloom
- klia στα ελληνικά - κνίδωση, φαγούρα, κνησμό, κνησμός, φαγούρας, itch
Τυχαίες λέξεις
Klen στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αδύναμος, ανίσχυρος, ασθενικός, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής
Μεταφράσεις: αδύναμος, ανίσχυρος, ασθενικός, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής