Konstant στα ελληνικά

Μετάφραση: konstant, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαρκείας, μόνιμος, συνεχής, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά
Konstant στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • konsonant στα ελληνικά - σύμφωνο, σύμφωνη, συνάδει, συμφώνου, σύμφωνες
  • konst στα ελληνικά - τέχνη, τέχνης, τεχνική, τεχνικής, τεχνολογία
  • konstatera στα ελληνικά - κρατίδιο, κράτος, σημείωση, σημείωμα, υπό σημείωση, σημείωσε, σημείωσης
  • konstbevattning στα ελληνικά - άρδευση, άρδευσης, αρδευτικών, την άρδευση, αρδευτικά
Τυχαίες λέξεις
Konstant στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαρκείας, μόνιμος, συνεχής, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά