Konstant στα ελληνικά
Μετάφραση: konstant, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαρκείας, μόνιμος, συνεχής, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά
![Konstant στα ελληνικά Konstant στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-se-gr-2773.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- konsonant στα ελληνικά - σύμφωνο, σύμφωνη, συνάδει, συμφώνου, σύμφωνες
- konst στα ελληνικά - τέχνη, τέχνης, τεχνική, τεχνικής, τεχνολογία
- konstatera στα ελληνικά - κρατίδιο, κράτος, σημείωση, σημείωμα, υπό σημείωση, σημείωσε, σημείωσης
- konstbevattning στα ελληνικά - άρδευση, άρδευσης, αρδευτικών, την άρδευση, αρδευτικά
Τυχαίες λέξεις
Konstant στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαρκείας, μόνιμος, συνεχής, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά
Μεταφράσεις: διαρκείας, μόνιμος, συνεχής, σταθερός, διαρκής, σταθερή, σταθερά