Konstgjord στα ελληνικά

Μετάφραση: konstgjord, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητών
Konstgjord στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • konstatera στα ελληνικά - κρατίδιο, κράτος, σημείωση, σημείωμα, υπό σημείωση, σημείωσε, σημείωσης
  • konstbevattning στα ελληνικά - άρδευση, άρδευσης, αρδευτικών, την άρδευση, αρδευτικά
  • konsthantverk στα ελληνικά - χειροτεχνία, Crafts, βιοτεχνία, χειροτεχνίας, βιοτεχνίες
  • konstig στα ελληνικά - απόκοσμος, αστείος, ρούμι, παράξενος, κωμικός, περίεργος, μονός, ...
Τυχαίες λέξεις
Konstgjord στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητών