Kontant στα ελληνικά
Μετάφραση: kontant, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετρητά, χρήματα, εξαργυρώνω, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
Μεταφράσεις
- konsumera στα ελληνικά - καταναλώνω, καταναλώνουν, καταναλώνουμε, καταναλώσει, καταναλώνει, καταναλώνετε
- kontakt στα ελληνικά - πινελιά, αγγίζω, επαφή, βύσμα, plug, βύσματος, φις, ...
- kontinent στα ελληνικά - ήπειρος, ήπειρο, ηπείρου, ήπειρό, της ηπείρου
- kontor στα ελληνικά - γραφείο, θώκος, πρακτορείο, υπηρεσία, Office, γραφείου, γραφείων, ...
Τυχαίες λέξεις
Kontant στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετρητά, χρήματα, εξαργυρώνω, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
Μεταφράσεις: μετρητά, χρήματα, εξαργυρώνω, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών