Kraft στα ελληνικά

Μετάφραση: kraft, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύρος, δύναμη, μπορούσα, δυνάμεις, εξουσία, εξαναγκάζω, βία, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν
Kraft στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kotte στα ελληνικά - κώνος, κώνου, Cone, κώνο, κωνικό
  • krabba στα ελληνικά - καβουράκι, καβούρι, καβούρια, καβουριών, τα καβούρια, καβουριού
  • kraftig στα ελληνικά - ρωμαλέος, ανθεκτικός, άκαμπτος, αλύγιστος, σκληρός, ισχυρός, στερεός, ...
  • kraftlös στα ελληνικά - ανίσχυρος, ανίσχυροι, ανίκανος, ανίσχυρη, αδύναμοι
Τυχαίες λέξεις
Kraft στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύρος, δύναμη, μπορούσα, δυνάμεις, εξουσία, εξαναγκάζω, βία, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ισχύουν