Löpare στα ελληνικά
Μετάφραση: löpare, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγγελιοφόρος, δρομέας, αθλητής, Runner, Μακρόστενα, δρομέα, πρώτη επιλαχούσα
Μεταφράσεις
- lönande στα ελληνικά - επικερδής, κερδοφόρος, κερδοφόρα, κερδοφόρες, επικερδείς
- lönn στα ελληνικά - σφεντάμι, Maple, σφενδάμου, σφενδάμνου, σφενδάμι
- löpning στα ελληνικά - τρέχω, Τρέξιμο, Τρέχοντας, εκτέλεση, Running, τρέχει
- löpsedel στα ελληνικά - λογαριασμός, ράμφος, νομοσχέδιο, Τίτλοι, Νέα, Πρώτη, Πρώτη σελίδα, ...
Τυχαίες λέξεις
Löpare στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγγελιοφόρος, δρομέας, αθλητής, Runner, Μακρόστενα, δρομέα, πρώτη επιλαχούσα
Μεταφράσεις: αγγελιοφόρος, δρομέας, αθλητής, Runner, Μακρόστενα, δρομέα, πρώτη επιλαχούσα