Lövverk στα ελληνικά
Μετάφραση: lövverk, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φύλλο, φύλλωμα, Φυλλώματα, Το φύλλωμα, φυλλώματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lösning στα ελληνικά - διάλυμα, απαντώ, λύση, απάντηση, διαλύματος, λύσης, διάλυμα που
- löv στα ελληνικά - φύλλο, Φύλλα, Τα φύλλα, Σε Φύλλα, Φυλλώματα, φύλλων
- madrass στα ελληνικά - στρώμα, στρώματος, το στρώμα, στρώματα, στρωμάτων
- magasin στα ελληνικά - βάζω, αποθήκευση, μαγαζί, αποθηκεύω, αποθήκη, περιοδικό, δίσκος, ...
Τυχαίες λέξεις
Lövverk στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φύλλο, φύλλωμα, Φυλλώματα, Το φύλλωμα, φυλλώματος
Μεταφράσεις: φύλλο, φύλλωμα, Φυλλώματα, Το φύλλωμα, φυλλώματος