Mak στα ελληνικά

Μετάφραση: mak, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύκολος, άνετος, Mak, Μακ, mak δείχνουν, ενεργοποίησης MAK, ανε
Mak στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • majoritet στα ελληνικά - πλειονότητα, πλειοψηφία, πλειοψηφίας, περισσότερες, περισσότερα
  • majs στα ελληνικά - καλαμπόκι, αραβοσίτου, καλαμποκιού, το καλαμπόκι, αραβοσιτέλαιο
  • make στα ελληνικά - αγώνας, ύπαρχος, ζευγαρώνω, σύζυγος, φιλαράκος, ταίρι, ταιριάζω, ...
  • makrill στα ελληνικά - σκουμπρί, σκουμπριού, το σκουμπρί, σκουμπριά, σκουμπριών
Τυχαίες λέξεις
Mak στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύκολος, άνετος, Mak, Μακ, mak δείχνουν, ενεργοποίησης MAK, ανε