Medicin στα ελληνικά
Μετάφραση: medicin, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιατρική, φάρμακο, Ιατρικής, το φάρμακο, Medicine
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- medgörlig στα ελληνικά - εξυπηρετικός, επιδέχονται, δεκτικά, δεκτική, επιδεκτικά, επιδεκτική
- medhjälpare στα ελληνικά - επικουρία, βοηθός, βοήθημα, αρωγή, βοηθητικός, βοηθώ, βοήθεια, ...
- medicinsk στα ελληνικά - ιατρικός, ιατρική, ιατρικές, ιατρικής, ιατρικών
- medikament στα ελληνικά - φάρμακο, ιατρική, φαρμάκου, φαρμακευτικής ουσίας, φαρμακευτικής, φαρμάκου που
Τυχαίες λέξεις
Medicin στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιατρική, φάρμακο, Ιατρικής, το φάρμακο, Medicine
Μεταφράσεις: ιατρική, φάρμακο, Ιατρικής, το φάρμακο, Medicine