Mellanakt στα ελληνικά
Μετάφραση: mellanakt, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάστημα, διάλειμμα, διαλείμματος, διακοπή, intermission, του διαλείμματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mekanik στα ελληνικά - μηχανική, Μηχανικής, Μηχανικοί, Mechanics, τους μηχανικούς
- mekaniker στα ελληνικά - μηχανικός, μηχανικό, μηχανικού, μηχανική, μηχανικών
- mellanhavande στα ελληνικά - αναφορά, σημασία, λογαριασμός, υπολοίπων, υπόλοιπα, ισορροπίες, τα υπόλοιπα, ...
- melodi στα ελληνικά - αέρας, μελωδία, ατμόσφαιρα, κουρδίζω, Melody, μελωδίας, Μέλοντι, ...
Τυχαίες λέξεις
Mellanakt στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάστημα, διάλειμμα, διαλείμματος, διακοπή, intermission, του διαλείμματος
Μεταφράσεις: διάστημα, διάλειμμα, διαλείμματος, διακοπή, intermission, του διαλείμματος