Διάλειμμα στα σουηδικά

Μετάφραση: διάλειμμα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avbrott, benbrott, rast, uppehåll, krossa, mellanakt, paus, brott, störa, bryta, intervall, intervallet
Διάλειμμα στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διάλειμμα

διάλειμμα διαβατα, διάλειμμα συλλαβισμός, διάλειμμα ροδος, διάλειμμα εργαζομένων, διάλειμμα εργασίας, διάλειμμα λεξικό γλώσσας σουηδικά, διάλειμμα στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • διάκονος στα σουηδικά - diakon, diakonen, deacon, deaconen, diakonens
  • διάκριση στα σουηδικά - diskriminering, diskriminerings, diskriminering på, diskrimineringen, av diskriminering
  • διάλεκτος στα σουηδικά - dialekt, dialekten, dialekt som
  • διάλεξη στα σουηδικά - föreläsa, föreläsning, föredrag, föreläsningen, föreläsnings
Τυχαίες λέξεις
Διάλειμμα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: avbrott, benbrott, rast, uppehåll, krossa, mellanakt, paus, brott, störa, bryta, intervall, intervallet