Monark στα ελληνικά

Μετάφραση: monark, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηγεμόνας, μονάρχες, Μόναρκς, μοναρχών, τους μονάρχες, Οι μονάρχες
Monark στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mognad στα ελληνικά - ωριμότητα, ωρίμαση, ωρίμανσης, ωρίμανση, ωριμάνσεως, ωρίμασης
  • molekyl στα ελληνικά - μοριακός, μοριακό, μοριακού, μοριακή, μοριακά
  • monarki στα ελληνικά - μοναρχία, μοναρχίας, βασιλείας, τη μοναρχία, βασιλεία
  • monolog στα ελληνικά - μονόλογος, μονόλογο, μονολόγου, ο μονόλογος, το μονόλογο
Τυχαίες λέξεις
Monark στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηγεμόνας, μονάρχες, Μόναρκς, μοναρχών, τους μονάρχες, Οι μονάρχες