Närhet στα ελληνικά

Μετάφραση: närhet, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαχαλάς, εγγύτητα, γειτονιά, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Närhet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • närapå στα ελληνικά - για, περίπου, παραλίγο, κοντά, σχεδόν, περί, σχεδόν το, ...
  • närbelägen στα ελληνικά - κοντινός, κοντά, γειτονικά, δίπλα, παρακείμενες, παρακείμενο, παρακείμενα
  • näring στα ελληνικά - επιτήδευμα, εμπόριο, επάγγελμα, τροφή, θρέψη, φαγητό, Διατροφή, ...
  • närsynt στα ελληνικά - μυωπικός, μύωπικός, nearsighted, μυωπία, μύωπες, μυωπικά
Τυχαίες λέξεις
Närhet στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαχαλάς, εγγύτητα, γειτονιά, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής