Nervös στα ελληνικά
Μετάφραση: nervös, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νευρικός, αγχώδης, ανήσυχος, νευρικό, νευρικού, του νευρικού, το νευρικό
Μεταφράσεις
- nervositet στα ελληνικά - νευρικότητα, νευρικότητας, τη νευρικότητα, η νευρικότητα, της νευρικότητας
- nervsjuk στα ελληνικά - νευρωτικός, νευρωτική, νευρωτικές, νευρωτικό, νευρωτικά
- netto στα ελληνικά - δίχτυ, έκδηλος, καθαρά, ξεκάθαρα, εναργής, διαυγής, ελευθερώνω, ...
- neutral στα ελληνικά - νεκρό, ουδέτερος, ουδέτερο, ουδέτερη, ουδέτερα, ουδέτερες
Τυχαίες λέξεις
Nervös στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νευρικός, αγχώδης, ανήσυχος, νευρικό, νευρικού, του νευρικού, το νευρικό
Μεταφράσεις: νευρικός, αγχώδης, ανήσυχος, νευρικό, νευρικού, του νευρικού, το νευρικό