Norr στα ελληνικά
Μετάφραση: norr, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βοριάς, βοράς, βόρειος, βορράς, βόρεια, βόρειο, βορρά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- norm στα ελληνικά - πρότυπο, νόρμα, κανόνας, κανόνα, στόχου
- normal στα ελληνικά - κανονικός, φυσιολογικός, κανονική, κανονικής, κανονικές
- norra στα ελληνικά - βοριάς, βοράς, βόρειος, βόρεια, βόρειο, της Βόρειας, βόρειας
- nos στα ελληνικά - νος, ε.α.ο., Αρ, με αριθμούς
Τυχαίες λέξεις
Norr στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βοριάς, βοράς, βόρειος, βορράς, βόρεια, βόρειο, βορρά
Μεταφράσεις: βοριάς, βοράς, βόρειος, βορράς, βόρεια, βόρειο, βορρά