Olik στα ελληνικά

Μετάφραση: olik, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφορετικών
Olik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • okänslig στα ελληνικά - αναίσθητος, αδρανείς, ευαίσθητο, μη ευαίσθητες, μη ευαίσθητη
  • oligarki στα ελληνικά - ολιγαρχία, ολιγαρχίας, Η ολιγαρχία, της Ολιγαρχίας, την Ολιγαρχία
  • olja στα ελληνικά - λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου
  • oljud στα ελληνικά - θόρυβος, σαματάς, πάταγος, ρακέτα, θορύβου, θόρυβο, του θορύβου, ...
Τυχαίες λέξεις
Olik στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφορετικών