Om στα ελληνικά

Μετάφραση: om, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εάν, είτε, αν, εφόσον, περίπτωση
Om στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • olämplig στα ελληνικά - ακατάλληλος, ακατάλληλη, ακατάλληλο, ανάρμοστο, ακατάλληλες
  • olärd στα ελληνικά - αμαθής, αμαθείς, ξεμαθευτούν, unlearned, αγράμματους
  • ombud στα ελληνικά - πράκτορας, παράγων, μεσίτης, αντιπρόσωπος, αντιπροσωπευτικός, παραστατικός, Πράκτορες, ...
  • ombytlig στα ελληνικά - ευμετάβλητος, άστατος, μεταβλητός, άστατη, ευμετάβολη, ευμετάβολοι, fickle
Τυχαίες λέξεις
Om στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εάν, είτε, αν, εφόσον, περίπτωση