Ordentlig στα ελληνικά
Μετάφραση: ordentlig, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρέπων, τακτοποιώ, αρκετός, εύσχημος, συγυρίζω, συγυρισμένος, ευπρεπής, κατάλληλος, ορθή, σωστή, κατάλληλη, ορθής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ordbok στα ελληνικά - λεξικό, λεξικού, Dictionary
- orden στα ελληνικά - εντολή, προσταγή, στολισμός, παραγγέλλω, παραγγελία, λόγια, λέξεις, ...
- order στα ελληνικά - προστάζω, εντολή, προσταγή, διατάζω, παραγγελίες, παραγγελιών, εντολές, ...
- ordination στα ελληνικά - παραγραφή, συνταγή, ιατρική συνταγή, συνταγής, συνταγογραφούμενα, συνταγών
Τυχαίες λέξεις
Ordentlig στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρέπων, τακτοποιώ, αρκετός, εύσχημος, συγυρίζω, συγυρισμένος, ευπρεπής, κατάλληλος, ορθή, σωστή, κατάλληλη, ορθής
Μεταφράσεις: πρέπων, τακτοποιώ, αρκετός, εύσχημος, συγυρίζω, συγυρισμένος, ευπρεπής, κατάλληλος, ορθή, σωστή, κατάλληλη, ορθής