Orsak στα ελληνικά
Μετάφραση: orsak, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λόγος, σκοπός, αιτιολογία, προξενώ, αιτία, προκαλώ, αιτίας, αίτιο, προκαλούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- oro στα ελληνικά - έννοια, πονοκέφαλος, προβληματισμός, ανησυχώ, ενόχληση, ενδιαφέρον, βράζω, ...
- oroa στα ελληνικά - ενοχλούμαι, σκοτίζομαι, κόπος, παρενοχλώ, συναγερμός, ενοχλώ, τρομάζω, ...
- ort στα ελληνικά - πόλη, πόλης, της πόλης, την πόλη
- ortografi στα ελληνικά - ορθογραφία, ορθογραφίας, την ορθογραφία, η ορθογραφία, ορθοφωτογράφισης
Τυχαίες λέξεις
Orsak στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λόγος, σκοπός, αιτιολογία, προξενώ, αιτία, προκαλώ, αιτίας, αίτιο, προκαλούν
Μεταφράσεις: λόγος, σκοπός, αιτιολογία, προξενώ, αιτία, προκαλώ, αιτίας, αίτιο, προκαλούν