Outhärdlig στα ελληνικά
Μετάφραση: outhärdlig, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανυπόφορος, αβάσταχτος, αφόρητη, ανυπόφορη, αφόρητο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- oumbärlig στα ελληνικά - ουσιώδης, ουσιωδών, απαραίτητο, ουσιώδη, απαραίτητη
- oupphörlig στα ελληνικά - ασταμάτητος, συνεχής, ακατάπαυστος, αδιάκοπος, αδιάλειπτη, αδιάκοπη
- outsäglig στα ελληνικά - ανέκφραστος, άφατος, άφατη, άφατο, την άφατη
- ovanlig στα ελληνικά - ασυνήθιστος, σπάνιος, σπάνια, σπάνιες, σπάνιο, σπάνιων
Τυχαίες λέξεις
Outhärdlig στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανυπόφορος, αβάσταχτος, αφόρητη, ανυπόφορη, αφόρητο
Μεταφράσεις: ανυπόφορος, αβάσταχτος, αφόρητη, ανυπόφορη, αφόρητο