Porträtt στα ελληνικά
Μετάφραση: porträtt, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εικόνα, πορτρέτο, απεικόνιση, πορτραίτο, πορτρέτου, προσωπογραφία, το πορτρέτο
Μεταφράσεις
- portion στα ελληνικά - κατανέμω, μερίδα, τμήμα, τμήματος, μέρος, μέρους
- portmonnä στα ελληνικά - πορτοφόλι, γρι, τσάντα, το πορτοφόλι
- portvakt στα ελληνικά - αχθοφόρος, porter, θυρωρός, μεταφοράς αποσκευών, Πόρτερ
- porös στα ελληνικά - σπογγώδης, πορώδης, πορώδες, πορώδη, πορώδους, πορώδεις
Τυχαίες λέξεις
Porträtt στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εικόνα, πορτρέτο, απεικόνιση, πορτραίτο, πορτρέτου, προσωπογραφία, το πορτρέτο
Μεταφράσεις: εικόνα, πορτρέτο, απεικόνιση, πορτραίτο, πορτρέτου, προσωπογραφία, το πορτρέτο