Λέξη: ελαφρώς

Σχετικές λέξεις: ελαφρώς

ελαφρώς χτυπημένες ηλεκτρικές συσκευές, ελαφρώς μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, ελαφρώς συνόνυμα

Συνώνυμα: ελαφρώς

φαιδρώς, μαλακά, ήσυχα, σιγά, ευγενικά, λίγο, επιπολαίως

Μεταφράσεις: ελαφρώς

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
slightly, lightly, gently, a slightly, light
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ligeramente, un poco, poco, levemente, algo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geringfügig, leicht, schwach, etwas, wenig, ein wenig
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
faiblement, légèrement, doucement, peu, un peu, légère, légèrement plus
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
leggermente, po, un po
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
levemente, farol, ligeiramente, um pouco, pouco, leve
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lichtjes, zwak, zwakjes, licht, iets, enigszins, beetje
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
легкомысленно, немного, безразлично, немножко, легко, незначительно, несерьезно, слегка, беспечно, необдуманно, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
litt, noe, lett, svakt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
något, svagt, lite, lätt, aning
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vähän, hiukan, kevyesti, vähäsen, hiukkasen, hieman, lievästi, jonkin verran
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lidt, smule, en smule, let, svagt
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mírně, zlehka, nepatrně, lehce, trochu, slabě, poněkud
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
minimalnie, znikomo, ciut, nieco, lekceważąco, delikatnie, lekko, nieznacznie, jasno, niewielkie, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felszínesen, némileg, kissé, enyhén, valamivel, kicsit
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hafifçe, biraz, hafif, biraz daha, az
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
світленький, трошки, злегка, трохи, небагато, дещо
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lehtë, pak, pak më, paksa, të lehtë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
малко, слабо, леко, малко по
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трохі, крыху, няшмат, трошкі, немного
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kergelt, veidi, pisut, mõnevõrra, natuke
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lagano, neznatno, naočit, olako, površno, malo, lako, blago, nešto
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
örlítið, lítillega, aðeins, heldur, lítið eitt
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
leviter
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
truputį, nežymiai, kiek, šiek tiek, tiek
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
viegli, nedaudz, mazliet, ir nedaudz
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
малку, нешто, благо, малку се, незначително
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
puțin, ușor, usor, putin, ușoară
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nekoliko, rahlo, malo, je nekoliko, včasih
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
trošku, trochu, trocha
Τυχαίες λέξεις