Rökelse στα ελληνικά

Μετάφραση: rökelse, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θυμίαμα, λιβάνι, θυμιάματος, λιβανιού, το θυμίαμα
Rökelse στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • rök στα ελληνικά - καπνοί, καπνίζω, καυσαέριο, καπνός, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, ...
  • röka στα ελληνικά - καπνοί, καπνός, καπνίζω, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
  • rökning στα ελληνικά - καπνοί, καπνός, καπνίζω, κάπνισμα, το κάπνισμα, καπνίζοντες, καπνίσματος, ...
  • rör στα ελληνικά - αυλός, πίπα, σωλήνωση, σωλήνας, σωληνάριο, σωλήνα, σωλήνος, ...
Τυχαίες λέξεις
Rökelse στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θυμίαμα, λιβάνι, θυμιάματος, λιβανιού, το θυμίαμα