Självförtroende στα ελληνικά
Μετάφραση: självförtroende, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- självbiografi στα ελληνικά - αυτοβιογραφία, την αυτοβιογραφία, αυτοβιογραφίας, αυτοβιογραφία του, η αυτοβιογραφία
- självförsörjande στα ελληνικά - συντήρηση, διαμονής, διαβίωσης, παραμονής, επιβίωσης
- självisk στα ελληνικά - εγωιστής, ιδιοτελής, εγωιστικός, εγωιστική, εγωιστικό, εγωιστές
- självklar στα ελληνικά - φανερός, φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσικού
Τυχαίες λέξεις
Självförtroende στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των
Μεταφράσεις: αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των