Slak στα ελληνικά

Μετάφραση: slak, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαλαρός, λυτός, λάσκος, μπόσικος, χαλαρότητα, Slack, Ελαιούχος, έκκεντροι
Slak στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • slagsmål στα ελληνικά - αγώνας, μάχομαι, συμπλοκή, καταπολεμώ, καυγάς, μάχη, πάλη, ...
  • slagverk στα ελληνικά - συστοιχία, μπαταρία, κρούση, Κρουστά, Κρουστών, Κρουστικό, Κρουστικά
  • slakna στα ελληνικά - κόβω, χαλαρούμαι, χαλαρώνω, χαλαρώσει, ξεσφίξτε
  • slakta στα ελληνικά - πελεκώ, σφαγή, σφαγής, τη σφαγή, θανάτωση
Τυχαίες λέξεις
Slak στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαλαρός, λυτός, λάσκος, μπόσικος, χαλαρότητα, Slack, Ελαιούχος, έκκεντροι