Snål στα ελληνικά
Μετάφραση: snål, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσιγκούνης, φιλάργυρος, σφιχτός, λαίμαργος, σημαίνω, εννοώ, άπληστος, παραδόπιστος, στενός, βελόνα, βελόνας, βελόνης, βελόνη, της βελόνας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- snärja στα ελληνικά - παγιδεύω, ensnare, παγίδα, αποτελέσουν παγίδα, παγίδα για
- snäv στα ελληνικά - σφιχτός, στενός, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, στενό
- snö στα ελληνικά - χιόνι, χιονίζω, χιονιού, το χιόνι, χιόνια, του χιονιού
- snöa στα ελληνικά - χιόνι, χιονίζω, χιονιού, το χιόνι, χιόνια, του χιονιού
Τυχαίες λέξεις
Snål στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσιγκούνης, φιλάργυρος, σφιχτός, λαίμαργος, σημαίνω, εννοώ, άπληστος, παραδόπιστος, στενός, βελόνα, βελόνας, βελόνης, βελόνη, της βελόνας
Μεταφράσεις: τσιγκούνης, φιλάργυρος, σφιχτός, λαίμαργος, σημαίνω, εννοώ, άπληστος, παραδόπιστος, στενός, βελόνα, βελόνας, βελόνης, βελόνη, της βελόνας