Sort στα ελληνικά

Μετάφραση: sort, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τύπος, ξεδιαλέγω, καλός, δελτίο, μορφή, είδος, ευγενικός, είδη, τακτοποιώ, Είδη, ειδών, ειδών που, Τα είδη
Sort στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • sorglös στα ελληνικά - ξέγνοιαστος, ανέμελος, αμέριμνος, ξένοιαστος, ξέγνοιαστες, ανέμελη, ξένοιαστες
  • sorgsen στα ελληνικά - περίλυπος, πένθιμος, λυπημένος, θλιβερή, λυπηρό, θλιβερό, λυπημένο
  • sortera στα ελληνικά - δελτίο, καλός, τακτοποιώ, ξεδιαλέγω, τύπος, είδος, βαθμολογώ, ...
  • sot στα ελληνικά - αιθάλη, καπνιά, γάνα, αιθάλης, της αιθάλης, την αιθάλη
Τυχαίες λέξεις
Sort στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τύπος, ξεδιαλέγω, καλός, δελτίο, μορφή, είδος, ευγενικός, είδη, τακτοποιώ, Είδη, ειδών, ειδών που, Τα είδη