Ståndpunkt στα ελληνικά
Μετάφραση: ståndpunkt, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπεριφορά, στάση, θέση, τοποθετώ, τοποθεσία, Τοποθέτηση, θέσης, τη θέση, θέση του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- stärka στα ελληνικά - καρδαμώνω, εμπεδώνω, ενισχύω, ενδυναμώνω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ...
- stärkelse στα ελληνικά - κολλαρίζω, άμυλο, αμύλου, το άμυλο, του αμύλου, σε άμυλο
- stång στα ελληνικά - πάσσαλος, ραβδί, κοντάρι, βέργα, παλούκι, πόλο, πόλος, ...
- ståt στα ελληνικά - πομπή, φαντασμαγορία, η φαντασμαγορία, pageantry, φαντασμαγορίας
Τυχαίες λέξεις
Ståndpunkt στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπεριφορά, στάση, θέση, τοποθετώ, τοποθεσία, Τοποθέτηση, θέσης, τη θέση, θέση του
Μεταφράσεις: συμπεριφορά, στάση, θέση, τοποθετώ, τοποθεσία, Τοποθέτηση, θέσης, τη θέση, θέση του