Sten στα ελληνικά

Μετάφραση: sten, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λικνίζω, ροκ, πέτρα, κουνώ, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη
Sten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stel στα ελληνικά - αυστηρός, αδιάλλακτος, άκαμπτος, άτεγκτος, δύσκολος, αλύγιστος, σκληρός, ...
  • stelna στα ελληνικά - σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, σκληρύνουν, ακαμψία
  • stenograf στα ελληνικά - στενογράφος, στενογράφο, στενογράφος του, στενογράφου, στενογράφοι
  • stenografi στα ελληνικά - στενογραφία, συντομογραφία, στενογραφίας, συντόμευση, συντομογραφίας
Τυχαίες λέξεις
Sten στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λικνίζω, ροκ, πέτρα, κουνώ, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη