Stork στα ελληνικά

Μετάφραση: stork, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πελαργός, Stork, πελαργό, πελαργού, πελαργών
Stork στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • stor στα ελληνικά - μεγάλος, απίθανος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
  • storhet στα ελληνικά - Μεγαλείο, Μεγαλοσύνη, η Μεγαλοσύνη, το μεγαλείο, ΜΕΓΑΛΟΣΥΝΗ
  • storlek στα ελληνικά - όγκος, ποσότητα, φωνή, μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, ...
  • storm στα ελληνικά - θύελλα, ανεμοθύελλα, τρικυμία, καταιγίδα, καταιγίδας, θύελλας, τη θύελλα
Τυχαίες λέξεις
Stork στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πελαργός, Stork, πελαργό, πελαργού, πελαργών