Tal στα ελληνικά

Μετάφραση: tal, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απευθύνω, πράξη, ποσό, διεύθυνση, ανέρχομαι, σύνολο, ολικός, αριθμός, ποσόν, γλώσσα, ομιλία, ομιλίας, λόγου, την ομιλία, λόγο
Tal στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • taktik στα ελληνικά - τακτική, τακτικές, τακτικής, την τακτική, τακτικών
  • taktlös στα ελληνικά - αδιάκριτος, απρεπής, σκαιός, αδέξιο, αγενής, αγενή
  • tala στα ελληνικά - ομιλία, μιλώ, κρένω, μιλούν, μιλήσει, μιλήσω, μιλήσουν
  • talang στα ελληνικά - ταλέντο, Talent, το ταλέντο, Ταλέντων, ταλέντου
Τυχαίες λέξεις
Tal στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απευθύνω, πράξη, ποσό, διεύθυνση, ανέρχομαι, σύνολο, ολικός, αριθμός, ποσόν, γλώσσα, ομιλία, ομιλίας, λόγου, την ομιλία, λόγο