Tillgripa στα ελληνικά
Μετάφραση: tillgripa, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικειοποιούμαι, κατάλληλος, σφετερίζομαι, καταφεύγοντας, καταφεύγουν, καταφεύγει, καταφύγουν, να καταφεύγουν
Μεταφράσεις
- tillgjord στα ελληνικά - επιτηδευμένος, playacting, δρώμενα
- tillgjordhet στα ελληνικά - επιτήδευση, εκζήτηση, νάζια, επηρεασμού, επηρεασμός, προσποίηση
- tillgänglig στα ελληνικά - διαθέσιμος, ευπρόσιτος, διαθέσιμα, διαθέσιμες, διαθέσιμο, διαθέσιμη
- tillgång στα ελληνικά - προσπέλαση, πρόσβαση, πρόσβασης, την πρόσβαση, πρόσβαση στο, η πρόσβαση
Τυχαίες λέξεις
Tillgripa στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικειοποιούμαι, κατάλληλος, σφετερίζομαι, καταφεύγοντας, καταφεύγουν, καταφεύγει, καταφύγουν, να καταφεύγουν
Μεταφράσεις: οικειοποιούμαι, κατάλληλος, σφετερίζομαι, καταφεύγοντας, καταφεύγουν, καταφεύγει, καταφύγουν, να καταφεύγουν