Trä στα ελληνικά
Μετάφραση: trä, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξυλεία, ξύλο, Ξυλεία, ξύλου, Wood, Το ξύλο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- trygg στα ελληνικά - ασφαλίζω, εδραιώνω, ασφαλής, διασφαλίζω, χρηματοκιβώτιο, ασφαλή, ασφαλές, ...
- tryne στα ελληνικά - ρύγχος, snout, το ρύγχος, μουσούδα, μύτη
- träd στα ελληνικά - δέντρο, δέντρου, δέντρων, δένδρο, δένδρων
- träda στα ελληνικά - διάβημα, βήμα, βηματίζω, εγγραφή, είσοδος, καταχώριση, έναρξη, ...
Τυχαίες λέξεις
Trä στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξυλεία, ξύλο, Ξυλεία, ξύλου, Wood, Το ξύλο
Μεταφράσεις: ξυλεία, ξύλο, Ξυλεία, ξύλου, Wood, Το ξύλο