Uppsättning στα ελληνικά
Μετάφραση: uppsättning, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθορισμένος, τοποθετώ, σετ, σύνολο, σειρά, συνόλου, δέσμη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- uppskov στα ελληνικά - καθυστέρηση, αναβολή, ανάρτηση, εναιώρημα, αναστολή, αναστολής, αιώρημα
- uppståndelse στα ελληνικά - ανακατεύω, κινούμαι, διέγερση, αναταραχή, σάλος, φασαρία, ενόχληση, ...
- uppträdande στα ελληνικά - διαγωγή, φέρσιμο, συμπεριφορά, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, της συμπεριφοράς
- upptäcka στα ελληνικά - ανιχνεύω, ανακαλύπτω, εύρημα, βρίσκω, ανεύρεση, ανίχνευση, ανιχνεύουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Uppsättning στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθορισμένος, τοποθετώ, σετ, σύνολο, σειρά, συνόλου, δέσμη
Μεταφράσεις: καθορισμένος, τοποθετώ, σετ, σύνολο, σειρά, συνόλου, δέσμη