Yngel στα ελληνικά
Μετάφραση: yngel, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαρίδα, καβουρντίζω, τηγανίζω, προνύμφες, προνυμφών, νύμφες, νυμφών, λάρβες
Μεταφράσεις
- ymnighet στα ελληνικά - αφθονία, συρροή
- ympa στα ελληνικά - εμβολιάζω, μόσχευμα, μπολιάζω, εμβόλιο, μοσχεύματος, του μοσχεύματος, μοσχευμάτων
- yngling στα ελληνικά - νεαρός, νεότητα, νεολαία, νεολαίας, της νεολαίας, των νέων, τη νεολαία
- ynklig στα ελληνικά - κακόμοιρος, φτωχός, χάλια, άθλιος, καημένος, πενιχρός, οικτρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Yngel στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαρίδα, καβουρντίζω, τηγανίζω, προνύμφες, προνυμφών, νύμφες, νυμφών, λάρβες
Μεταφράσεις: μαρίδα, καβουρντίζω, τηγανίζω, προνύμφες, προνυμφών, νύμφες, νυμφών, λάρβες