Λέξη: μυτερός

Σχετικές λέξεις: μυτερός

μυτερός συνώνυμο

Συνώνυμα: μυτερός

οξύς, αιχμηρός, ακιδωτός, αγκαθωτός, δυσκολομεταχείριστος, κορυφώδης, ισχνός

Μεταφράσεις: μυτερός

μυτερός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pointed, sharp, spicate, piked, cuspidal, cuspidate, cuspidated

μυτερός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sutil, agudo, brusco, afilado, perspicaz, penetrante, puntiagudo, acre, vivo, espigadas, espigada

μυτερός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schneidend, gezeigt, doppelkreuz-zeichen, steil, schrill, scharf, stechend, durchbohrend, scharfsinnig, doppelkreuz, gespitzt, spicate

μυτερός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rude, agile, tranchant, rapide, braquée, cuisant, prompt, adroit, avisé, pointé, pointa, braqué, pointés, rigoureux, mordant, intense, spica, spicate

μυτερός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vivo, perspicace, appuntito, aguzzo, stridulo, acuminato, affilato, fine, acuto, piccante, avveduto, spicate

μυτερός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vivo, alerta, inesperado, penetrante, sagaz, íngreme, cortante, ágil, chocante, escarpado, agudo, acre, animado, afiado, ríspido, tubarão, spicate

μυτερός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
snerpend, wakker, bijtend, hevig, opgewekt, druk, levendig, guur, snibbig, scherpzinnig, spits, vief, schelklinkend, tierig, vernuftig, steil, spicate

μυτερός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заостренный, зоркий, шустрый, юркий, критический, искусный, сообразительный, остроконечный, отточенный, отчетливый, острый, недобросовестный, оборотливый, подчеркнутый, понятливый, обостренный, колосковый, колосовидная, колосовидное, колосовидные

μυτερός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gløgg, kvass, skarp, spiss, ram, spicate

μυτερός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skärva, spetsig, skarp, amper, livlig, smart, ivrig, slug, spicate

μυτερός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ovela, korviavihlova, kipakka, terävä, vilkas, sukkela, kärkevä, pureva, spicate

μυτερός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skarp, dreven, spids, spicate

μυτερός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prudký, agilní, mazaný, ostře, pronikavý, ostrý, bodavý, hbitý, bystrý, pichlavý, špičatý, křížek, hrotitý, zahrocený, rychlý, přísný, spicate

μυτερός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uszczypliwy, spiczasty, gwałtowny, krzyżyk, zaostrzony, surowy, bystry, ostry, kąśliwy, stanowczy, zwinny, przenikliwy, przebiegły, szpiczasty, spicate

μυτερός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
félreérthetetlen, spicate

μυτερός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sivri, keskin, sert, başaklı, başak biçiminde

μυτερός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гострий, дотепний, колосковий

μυτερός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fiks, spicate

μυτερός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
spicate

μυτερός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Колоскову, колосковых, Колоскова

μυτερός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teravatipuline, lõikav, täpselt, spicate

μυτερός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nagao, brz, jasan, naoštriti, jak, prodoran, spicate

μυτερός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hvass, glöggur, beittur, spicate

μυτερός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
acer, acutus, alacer

μυτερός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įžvalgus, spicate

μυτερός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gudrs, spicate

μυτερός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
spicate

μυτερός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
abrupt, spicate

μυτερός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spicate

μυτερός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krik, poukázal, ostražitý, ostrý, prudký, špicaté
Τυχαίες λέξεις